Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η οξιά

См. также в других словарях:

  • οξιά — Δέντρο της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι φηγός η δασική. Υπερβαίνει συχνά τα 30 μ. σε ύψος και σχηματίζει θαυμάσια δάση στις πλαγιές των βουνών στο μεγαλύτερο μέρος της εύκρατης ζώνης. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • οξιά — η 1. δασικό δέντρο της οικογένειας Φηγίδες: Σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα ξύλα της οξιάς (Σεφέρης). 2. το ξύλο της οξιάς: Τα καθίσματα είναι από οξιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φηγός — η, ΝΑ, και δωρ. τ. φαγός Α νεοελλ. βοτ. επιστημονική ονομασία τού γένους τής οξιάς αρχ. 1. είδος δρυός με εδώδιμο βαλανίδι 2. το βαλανίδι τού παραπάνω φυτού 3. φρ. «ἡ παλαιὰ φηγός» δρυς που φύεται στην περιοχή τής Δωδώνης (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • γαύρος — Δέντρο της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα), που θυμίζει λίγο την οξιά. Επιστημονικά ονομάζεται κάρπινος ο βετουλοειδής. Έχει μέτριο ανάστημα και λείο, σκούρο γκρίζο φλοιό. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, μυτερά, μεγάλα, όπως της οξιάς, διπλά …   Dictionary of Greek

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • οξύα — Βλ. λ. οξιά. * * * και οξυά, η (Α ὀξύα και ιων. τ. ὀξύη) βλ. οξιά …   Dictionary of Greek

  • φηγίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, με 10 γένη και 1.000 περίπου είδη, με γνωστά και σημαντικά, από οικονομική άποψη, δένδρα, όπως είναι η βαλανιδιά, η καστανιά, η οξιά κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fagaceae < λατ. fagus «οξιά» (βλ …   Dictionary of Greek

  • δικοτυλήδονα ή δικότυλα — Κλάση φυτών (ανθόφυτα ή φανερόγαμα) με ωοκύτταρα που βρίσκονται μέσα σε ωοθήκη. Αντίθετα από τα μονοκοτυλήδονα, των οποίων οι καρποί αποτελούνται από μία κοτυληδόνα, τα δ. έχουν καρπούς ή σπέρματα με δύο κοτυληδόνες. Στα δ. ανήκουν, για… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Liste bulgarischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»